Πάμπλο Εσκομπάρ: Ο Μαραντόνα, τα χλιδάτα ματς σε 5άστερη φυλακή κι ο θάνατος με ποδοσφαιρικές τάπες
Η σχέση του διαβόητου ναρκέμπορου Πάμπλο Εσκομπάρ με τον Ντιέγκο Μαραντόνα και οι άγνωστες ποδοσφαιρικές ιστορίες σε μια φυλακή-ξενοδοχείο.

Μια φορά κι έναν καιρό… Λάθος πρόλογος. Αυτή τη φορά η ιστορία μοιάζει τόσο πολύ με παραμύθι, αλλά είναι γεμάτη σκοτεινές διαδρομές, σκληρά ναρκωτικά, χρήματα, επίδειξη δύναμης και αίμα. Είναι η πραγματική ιστορία ενός ανθρώπου που έπαιζε το πιο καυτό παιχνίδι εξουσίας με το ίδιο πάθος που παίζουν οι ποδοσφαιριστές ένα ντέρμπι τίτλου.
Το όνομα του ήταν Πάμπλο Εσκομπάρ, και το ποδόσφαιρο, για κείνον, δεν ήταν ένα απλό παιχνίδι. Ήταν θέατρο, επένδυση, παιδική καψούρα, αλλά και (ένα ακόμη) όπλο για να γράφει ιστορίες που παντρεύουν τη φαντασία με την αλήθεια.

Στην κορυφή μιας κακοτράχαλης πλαγιάς πάνω από την πόλη της Μεντεγίν, ο πιο διαβόητος και αιμοσταγής ναρκέμπορος όλων των εποχών, ο Εσκομπάρ έχτισε, κατόπιν συνεννόησης με την τότε κυβέρνηση, τη «La Catedral». Μια φυλακή υψίστης ασφαλείας μόνο στα… χαρτιά που όπως μαρτυρά και το όνομά της (σ.σ. «Καθεδρικός Ναός») έμοιαζε περισσότερο με πολυτελή ναό ή θέρετρο, παρά με κελί.
Φυλακή με τζακούζι, μπιλιάρδο κι όνομα «Καθεδρικός Ναός»
Τζακούζι, μπαρ, μπιλιάρδο, ηλεκτρονικά παιχνίδια, καταπράσινοι κήποι και ανάμεσα στα πολυτελή δωμάτια, ένα γήπεδο ποδοσφαίρου που όμοιό του δεν είχε καμία ομάδα της Κολομβίας εκείνη την εποχή! Ηταν το πεδίο όπου ο Εσκομπάρ για μία ακόμη φορά έκανε επίδειξη δύναμης και… φιλοξενίας.

Η ίδια η δομή ήταν προϊόν συμφωνίας με το κράτος που την... χρυσοπλήρωσε, αγοράζοντας την έκταση από τον ίδιο τον Εσκομπάρ (σιγά που θα τους το έλεγε...), μια παραδοχή ότι η κυβέρνηση προτιμούσε να έχει τον Πάμπλο «μέσα», με τους δικούς του όρους παρά να τον παραδώσει στο εξωτερικό (σ.σ. η απόφαση για έκδοση στις ΗΠΑ χανόταν για χρόνια από συρτάρι σε συρτάρι). Ηταν πολλά τα λεφτά, έφταναν για όλους και οι περισσότεροι τα προτιμούσαν όταν μπροστά έμπαινε το ερώτημα: Χρήμα ή μολύβι; Ισως η πιο αγαπημένη ατάκα του Παμπλίτο από τα πρώτα του βήματα στο οργανωμένο έγκλημα.

Η «La Catedral» έγινε γρήγορα μύθος -μετά την περίφημη Hacienda Napoles, την υπερπολυτελή φάρμα του Εσκομπάρ (σ.σ. στη φωτό η είσοδός της με το αεροπλάνο που μετέφερε για πρώτη φορά ναρκωτικά...)-, όχι για τις αλυσίδες της, αλλά για τα πάρτι, τις επώνυμες επισκέψεις και τα ματς με διάσημους καλεσμένους που διοργανώνονταν εκεί, λόγω της τρέλας του «El Patron de mal» (σ.σ. «το αφεντικό του κακού»). Τίτλο που φέρει και η αντίστοιχη σειρά του «Netflix» και -συγχωρέστε με για την υπερβολή- έχω δει πάνω από τρεις φορές.
Είναι και πάλι λίγες για να χωνέψεις, ότι δεν πρόκειται για ένα ευφάνταστο σενάριο, αλλά η ωμή πραγματικότητα για έναν άνθρωπο ο οποίος στα χρόνια που κυριαρχούσε στον πλανήτη μέσω του εμπορίου κοκαΐνης, είχε σκοτώσει πολλούς άλλους (πάνω από τέσσερις χιλιάδες με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς...).
Ανάμεσά τους, πολιτικούς, υποψήφιους προέδρους της χώρας, δημοσιογράφους, απλούς πολίτες, περισσότερους από εξακόσιους ένστολους. Είπαμε, το μόνο που συνόδευε την κινηματογραφική ζωή του ήταν το «plata o plomo» (σ.σ. ασήμι ή μολύβι, εξαγορά ή θάνατος σε ελεύθερη μετάφραση)…

Σ’ αυτό το ασυνήθιστο σκηνικό, ο Εσκομπάρ έπαιζε το δικό του ποδοσφαιρικό σενάριο. Δεν ήταν απλώς φιλικά παιχνίδια· ήταν βραδιές που δημιουργούσαν στα μάτια των ντόπιων εικόνες απίστευτης μεγαλοπρέπειας: Διάσημοι ποδοσφαιριστές από τη Λατινική Αμερική, κρασί και σαμπάνια στα κρύσταλλα, κοσμοπολίτικη μουσική και, στην άκρη του χορταριού, ο άνθρωπος που ήθελε να δείχνει πως μπορούσε να αγοράσει τα πάντα ακόμα και το χαμόγελο του λαού.
Βία κι εγκληματικότητα σε πέπλο φιλανθρωπίας
Πηγές καταγράφουν πως ο Εσκομπάρ χρηματοδοτούσε γήπεδα, ομάδες (σ.σ. η Ατλέτικο Μεντεγίν με τη δική του -ποικιλότροπη- υποστήριξη κατέκτησε το Copa Libertadores το 1989, γεγονός πρωτόγνωρο για σύλλογο της χώρας), πρωτοστατούσε σε κοινωνικά έργα στην ευρύτερη περιοχή κι όχι μόνο. Μια στρατηγική που του εξασφάλιζε λαϊκή αποδοχή και, ταυτόχρονα, κάλυπτε τη βία και την εγκληματικότητα με ένα πέπλο «φιλανθρωπίας».
Και εδώ μπαίνει ο Ντιέγκο, ο ποδοσφαιριστής που ο κόσμος λάτρευε από τα ανάκτορα του Μπάκιγκαμ ως τις φαβέλες της Βραζιλίας: Ο ξακουστός, ένας και μοναδικός, Μαραντόνα. Η αφήγηση που έφτασε σε πολλές εφημερίδες και συνεντεύξεις αποκαλύπτει πως το 1991 ο «γιος του Θεού» δέχτηκε μια γενναία προτροπή: Να ταξιδέψει στην Κολομβία και να παίξει σε ένα ματς «μεταξύ φίλων», με το αζημίωτο φυσικά κι έξτρα δώρο κάποια σπάνια ρολόγια, καθώς ήταν μανιώδης συλλέκτης.

Όταν βρέθηκε σε έναν χώρο που του τον είπαν «φυλακή», κατάλαβε γρήγορα πως η πραγματικότητα δεν ήταν ό,τι ακριβώς περίμενε. Βρέθηκε μάλλον σε πεντάστερο ξενοδοχείο. Τον παρουσίασαν στον «patrοn», ο οποίος του είπε ότι τον θαυμάζει και ήθελε να τον γνωρίσει από κοντά. Στη δική του περίπτωση δεν χρειάστηκε το μολύβι, το ασήμι ήταν αρκετό…
Μετά το ματς στο οποίο έπαιξε, ως συνήθως, ο Εσκομπάρ και μάλιστα στην κορυφή της επίθεσης με το 9 στη φανέλα, παρά τα κιλάκια του (ποιος θα τολμούσε να τον μαρκάρει άλλωστε…), λέγεται ότι έγινε ένα εκθαμβωτικό πάρτι «με τα πιο όμορφα κορίτσια που είδα ποτέ», όπως ο ίδιος ο Μαραντόνα περιέγραψε σε συνεντεύξεις.
Το επόμενο πρωί πληρώθηκε και έφυγε. Οι αφηγήσεις του Ντιεγκίτο φανερώνουν τον αιφνιδιασμό, αλλά και την παράξενη γοητεία της στιγμής: Ο διάσημος αστέρας σε μια «φυλακή»-παλάτι, να συναντά τον πιο καταζητούμενο άνδρα του πλανήτη, όπως έγραψε πριν χρόνια η «Diario AS»:
Ο Ντιέγκο δεν είχε ιδέα ποιος ζητούσε την παρουσία του: «Το '91, ο Γκιγιέρμο Κόπολα (ο μάνατζέρ του) μου είπε ότι ένα πολύ σημαντικό πρόσωπο από την Κολομβία ήθελε να μου πληρώσει ένα τεράστιο ποσό για να παίξω έναν φιλικό αγώνα με μερικούς ποδοσφαιριστές όπως ο Ρενέ Χιγκίτα. Όταν πήγα στο Μεντεγίν και με πήγαν σε μια φυλακή περικυκλωμένη από χιλιάδες στρατιώτες, είπα: "Τι στο καλό συμβαίνει; Θα με συλλάβουν;..". Όταν μπήκα, το μέρος έμοιαζε με πολυτελές ξενοδοχείο στο Ντουμπάι. Εκεί, με σύστησαν σε αυτόν. Μου είπαν: "Ντιέγκο, αυτός είναι ο αρχηγός". Τον χαιρέτησα και ο τύπος ήταν πολύ σεβαστικός, αρκετά ψυχρός, αλλά μου έδειξε καλοσύνη. Αλλά επειδή δεν γνωρίζω πολλά για ειδήσεις ή τηλεόραση, δεν ήξερα πραγματικά ποιος ήταν...», εξήγησε.
Μια συνάντηση που... εξαφανίστηκε
Αλλά κάθε ενδιαφέρον παραμύθι έχει και γκρίζες σελίδες. Πολλά από τα πιο θεατρικά σημεία της ιστορίας, οι ακριβείς λεπτομέρειες του αγώνα, η έκταση της προσωπικής σχέσης που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Εσκομπάρ και τον Μαραντόνα, και οι φωτογραφίες που θα μπορούσαν να επιβεβαιώσουν τα πάντα, είτε... εξαφανίστηκαν είτε δεν εμφανίστηκαν ποτέ.
Ιστορικοί και δημοσιογράφοι σημειώνουν ότι υπάρχουν πολλές μαρτυρίες και συνεντεύξεις, όμως, η τεκμηρίωση που «κλειδώνει» κάθε ιστορία, δεν είναι πάντα πλήρης, αν λείπει το ντοκουμέντο της εικόνας: Κάποιοι βίντεο-φάκελοι σβήστηκαν, κάποια φίλμ πήραν... φως, κάποιες διηγήσεις έρχονται από προφορικές μαρτυρίες δεκαετιών μετά.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα και τραυματική διάσταση αυτών των σχέσεων είναι ο ρόλος που έπαιξαν Κολομβιανοί σταρ της εποχής, όπως ο Ρενέ Χιγκίτα. Ο εκκεντρικός τερματοφύλακας, διάσημος για το «scorpion kick» (έδιωχνε συχνά τη μπάλα στον αέρα σκύβοντας και χτυπώντας τη με τη φτέρνα φέρνοντας τα πόδια του από την πλάτη στο μέτωπο…).
Γνωστός σε όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο και σταρ της Εθνικής Κολομβίας, βρέθηκε μπλεγμένος στο ίδιο δίκτυο κοινωνικών… σχέσεων που δημιουργούσε ο Εσκομπάρ: Εχει εμπλακεί σε διάσωση ανθρώπων, σε παρεμβάσεις για απαγωγές, ως μέρος του ανταλλάγματος για θεαματικές εμφανίσεις σε πάρτι και επισκέψεις στη «La Catedral».
Ολα κομμάτια μιας καθημερινότητας όπου το ποδόσφαιρο και η εγκληματική εξουσία συνυπήρξαν αρμονικά σαν τον συνδυασμό του πασέρ με τον σκόρερ.
Οι αναμνήσεις του Ρενέ Χιγκίτα (κι άλλων παικταράδων της εποχής) δείχνουν πως πολλοί στο Μεντεγίν ζούσαν ανάμεσα στην ευγνωμοσύνη και τον φόβο. Στο παρασκήνιο, τα χρήματα που έρρεαν... ποτάμι από το παράνομο εμπόριο της κόκας στην αγορά του ποδοσφαίρου, άλλαξαν το ίδιο το παιχνίδι: Προπονήσεις, μεταγραφές, στοίχημα, όλα έγιναν εργαλεία επηρεασμού και πλουτισμού.
Λίγοι αρνήθηκαν τα λούσα. Οι παίκτες έβλεπαν μεγάλες αμοιβές και πολυτέλειες· οι σύλλογοι βρέθηκαν υπό πίεση· και το ποδόσφαιρο της Κολομβίας φορτώθηκε με χρήμα, χλιδή και μια σκιά που χρειάστηκε χρόνια για να φύγει. Το τραγικό ξέσπασμα ήρθε όταν ο κόσμος συνειδητοποίησε την έκταση της βίας: οι δολοφονίες, οι απαγωγές, οι τρομοκρατικές επιθέσεις και οι συσχετισμοί με το ποδόσφαιρο οδήγησαν σε πολιτισμικές και θεσμικές μεταβολές.
Κι όπως όλα τα παραμύθια με σκοτεινό τέλος, έτσι κι εδώ ο επίλογος δεν έχει happy end. Ο Εσκομπάρ σκοτώθηκε τον Δεκέμβριο του 1993, αλλά το αφήγημα της «La Catedral» και των -πανάκριβων- παιχνιδιών του παρέμεινε ως εικόνα: ο άνθρωπος που χτίζει σπίτια και γήπεδα για να κερδίσει τις καρδιές των φτωχών και, ταυτόχρονα, χρησιμοποιεί τα ίδια χέρια για να διαπράξει πρωτοφανή εγκλήματα που αιματοκύλησαν τη χώρα κι έφτασαν ως την πτώση αεροπλάνου με βόμβα-δώρο για τον τότε πρόεδρο της Δημοκρατίας που -ευτυχώς για εκείνον, αλλά όχι για 107 αθώες ψυχές...- άλλαξε πτήση.
Οι αφηγήσεις των ποδοσφαιριστών, οι δημοσιογραφικές έρευνες και τα διεθνή ρεπορτάζ φτιάχνουν ένα ψηφιδωτό συναρπαστικό, επικίνδυνο, και κάποιες φορές ανεπαρκές στην τελική του τεκμηρίωση. Δεν το χωρούσε ανθρώπινος νους. Τι μένει, λοιπόν;
Μια ιστορία που μοιάζει με παραμύθι επειδή έχει αρχή και τέλος, ήρωες και τέρατα, λάμψη και αίμα. Αλλά είναι πραγματικότητα αφού βασίζεται σε μαρτυρίες, έγγραφα, αναλύσεις, τηλεοπτικά ρεπορτάζ της εποχής. Κι επειδή οι πηγές ποικίλλουν, κάθε αναγνώστης καλείται να ξεχωρίσει τι είναι σίγουρο, τι πιθανό και τι προϊόν της φαντασίας.
Αν ψάξεις στις πρωτότυπες πηγές συνεντεύξεις του Μαραντόνα, αναφορές για τη «La Catedral», μαρτυρίες του Χιγκίτα και ρεπορτάζ από διεθνή Μέσα θα βρεις τα κομμάτια αυτού του ψηφιδωτού: μερικά λαμπερά, μερικά σπασμένα, όλα όμως αναπάντεχα αληθινά.
Ολα, κομμάτι της... δουλειάς
Για τον Εσκομπάρ, το ποδόσφαιρο ήταν κάτι παραπάνω από διασκέδαση και γκολ που θα ήθελε να πετύχει ως επαγγελματίας ποδοσφαιριστής. Δεν έγινε, αλλά μετέτρεψε το άθλημα σε εντυπωσιακό μέσο επιρροής. Χρηματοδοτούσε συλλόγους, πλήρωνε μεταγραφές, «έδενε» παίκτες και παράγοντες σε ένα δίκτυο που τον προστάτευε. Το άθλημα έγινε πολιτικό εργαλείο και όχι μόνο: έφερνε το πλήθος με το μέρος του και, ταυτόχρονα, ξέπλενε την εικόνα του «βίαιου βαρόνου» της κοκαΐνης που κατάφερε να εκλεγεί ακόμη και βουλευτής…
Σκιές και τραγωδίες

Η βία, όμως, δεν έμεινε έξω από το γήπεδο. Μετά το Μουντιάλ του 1994 στην Αμερική, ο διεθνής αμυντικός Αντρές Εσκομπάρ -καμία συγγένεια με τον Πάμπλο Εμίλιο Εσκομπάρ Γκαβίρια, όπως ήταν το πλήρες όνομά του «patron»- δολοφονήθηκε στο Μεντεγίν, λίγες μέρες μετά από το αυτογκόλ του στον αγώνα Κολομβία–ΗΠΑ.
Διεθνείς έρευνες από New York Times, και Guardian αναφέρουν ότι πίσω από το έγκλημα υπήρξαν ισχυρά στοιχήματα ναρκομαφίας. Δεν αποδείχθηκε ποτέ άμεση εμπλοκή του ίδιου του Πάμπλο, καθώς είχε ήδη σκοτωθεί μήνες νωρίτερα, αλλά το «ποδόσφαιρο του αίματος» που εκείνος είχε καλλιεργήσει ήταν ακόμη σε άνθηση.
Το τέλος του μύθου

Στις 2 Δεκεμβρίου 1993, ο Πάμπλο Εσκομπάρ έπεσε νεκρός από σφαίρες της κολομβιανής αστυνομίας σε μια στέγη ενός κρησφύγετου στο Μεντεγίν. Λένε πως φορούσε ποδοσφαιρικά παπούτσια με τάπες. Σύμβολο μέχρι τέλους ενός ανθρώπου που μπέρδεψε τη μπάλα με τον πόλεμο και το ποδόσφαιρο με τη λάμψη και το αίμα.
Σήμερα, η ιστορία του μοιάζει με κινηματογραφικό σενάριο: Ο «νούμερο ένα» εγκληματίας σε παγκόσμιο επίπεδο επί σειρά δεκαετιών που χρησιμοποίησε το πιο λαϊκό άθλημα για να χτίσει εξουσία, να κερδίσει θαυμασμό και να καλύψει βία ανείπωτη.
Κι αν πολλά σημεία μένουν θολά, το αποτύπωμά του στο ποδόσφαιρο και στη μνήμη της Κολομβίας παραμένει -αν μη τι άλλο- ανεξίτηλο...